- πολυβινυλικός
- -ή, -ό, Νχημ.1. συνοπτικός χαρακτηρισμός τών πολυμερών παραγώγων τού βινυλίου2. φρ. α) «πολυβινυλικές ακετάλες» — συνοπτική ονομασία μιας οικογένειας μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά την επίδραση αλδεϋδών στην πολυβινυλική αλκοόλη και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή συγκολλητικών ουσιών, για την κατασκευή υάλων ασφαλείας, ως πλαστικοποιητές, για την παραγωγή βαφών και βερνικιών, στην υφαντουργία για αδιαβροχοποίηση υφασμάτων, ενώ, με τη μορφή λεπτών φύλλων, ως υλικά συσκευασίας τροφίμωνβ. «πολυβινυλική αλκοόλη» — συνθετική ρητίνη που ανήκει στις πολυμερείς ενώσεις τού βινυλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. polyvinylique < poly- (< πολυ-*) + vinylique «βινυλικός» (πρβλ. βινυλικά πολυμερή)].
Dictionary of Greek. 2013.